Εις το επανιδειν ομορφε μεταναστη μου


Πέρασαν σχεδόν 2 χρόνια...
Από τότε που έφυγες.
Από τότε που χωρίσαμε.
Από τότε που η ανάγκη για φυγή, μας νίκησε.

Ερωτεύτηκα ένα μεταναστόπουλο. 
Έναν όμορφο με καρδιά και ψυχή μετανάστη.
Έναν άνθρωπο με κοφτερό μυαλό και με μιλιά λακωνική.
Ένα αγόρι ευγενικό, καλοσυνάτο, τρυφερό και αξιοζήλευτο.
Η σχέση μας ήταν, επίσης, αξιοζήλευτη.
Εγώ 16. 
Εσύ 19.
Στα νιάτα μας ήμασταν.
Δεν θέλαμε τα ίδια με τα παιδιά της ηλικίας μας. Το μόνο που θέλαμε ήταν ο ένας τον άλλον. Θέλαμε μόνο να βλεπόμαστε.
Να έβλεπα μόνο εσένα και 'συ μόνο εμένα.
Να είμαστε συνέχεια μαζί.
Ατελείωτες ώρες καθόμασταν μαζί, χωρίς να βαριόμαστε. Χωρίς να κουραζόμαστε.
Κι άλλο θέλαμε, κι άλλο ζητούσαμε.
Να η πρωινή συνάντηση, να η απογευματινή, να και η βραδινή.
Αν μπορούσαμε να είμαστε κι όλη μέρα μαζί, θα το κάναμε.
Τέσσερα χρόνια κράταγε αυτή η λαχτάρα του ενός για του άλλου.
Τέσσερα υπέροχα χρόνια αγάπης.

Ώσπου...
Σε μια απογευματινή μας συνάντηση ήρθες λυπημένος, κλαμένος, στενοχωρημένος, γεμάτος θυμό και απογοήτευση.
Έπρεπε να φύγεις.
Να φύγεις μακρυά...
Στην δουλειά των γονιών σου ανακάλυψαν ότι δεν είχατε χαρτιά ούτε άδεια παραμονής.
Θεωρούσασταν παράνομοι, δίχως να έχετε διαπράξει εγκληματική ενέργεια.
Θεωρούσασταν ανάξιοι για αυτή την χώρα.
Αδύναμα ανθρωπάκια δίχως λόγο ύπαρξης εδώ.
Φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν οι δικοί σου.
Και με το δίκιο τους..
Έπρεπε λοιπόν, να φύγετε.
Να μεταναστεύσετε.
Πάλι. Αλλού. Ξανά.
Κι αυτό θα συνέβαινε με κάθε κόστος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να χωρίσουμε.
Σε άκουσα και έκλαιγα.
Θα φεύγατε αμέσως κιόλας, την επόμενη μέρα.
Προσπάθησα, μάταια, να σε μεταπείσω.
Προσπάθησα με του κόσμου τις δικαιολογίες. Τάζοντας λαγούς και πετραχίλια. Δηλώνοντας ότι αν φύγεις, εγώ δεν έχω ζωή.
Δεν έχω λόγο να ζω.
Με ανάγκασες να πάψω.
Να σταματήσω να μιλάω.
Όλα ήταν τετελεσμένα.
Δεν ήξερα ποιος πονούσε περισσότερο. Εγώ που είχα την πατρίδα μου, μπορούσα να ζήσω σε αυτή αλλά χωρίς τον άνθρωπο που μου έδινε ζωή ή...εσύ;
Εσύ που έπρεπε να αποχωριστείς μια χώρα που αγάπησες, να πρέπει να την αφήσεις ,να φύγεις κάπου στα ξένα, να γίνουν πάλι όλα από την αρχή δίχως να 'χεις πλάι σου το κορίτσι που αγαπάς.
Ένα κορίτσι που στα τόσα χρόνια ποτέ δεν αποχωρίστηκες -ούτε για λίγο-, ποτέ άλλοτε δεν χωρίσατε, ποτέ δεν άφησε ο ένας τον άλλον. Το κορίτσι που ήθελες να παντρευτείς και το φώναζες << Γυναίκα σου >> ...

- Θα ξαναβρεθούμε. Θα έρθω να σε βρω,του φώναξα καθώς έφευγε.
Και εκεί γύρισε, με κοίταξε, με πόνο μου χαμογέλασε και με δάκρυα ξεστόμισε: Το ξέρω. Αφού είσαι το άλλο μου μισό.
Και πιάσαμε ο καθένας το μισό κομμάτι του φυλαχτού μας. Της καρδιάς μας..


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις